- διασφηκοομαι
- διασφηκόομαιδια-σφηκόομαιпревращаться в осу
μέσος διεσφηκωμένος Arph. — наполовину имеющий вид осы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μέσος διεσφηκωμένος Arph. — наполовину имеющий вид осы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διεσφηκωμένα — διασφηκόομαι to be made like a wasp perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσφηκωμένᾱ , διασφηκόομαι to be made like a wasp perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσφηκωμένᾱ , διασφηκόομαι to be made like a wasp perf part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσφηκωμένον — διασφηκόομαι to be made like a wasp perf part mp masc acc sg διασφηκόομαι to be made like a wasp perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσφηκῶσθαι — διασφηκόομαι to be made like a wasp perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσφήκωσαν — διασφηκόομαι to be made like a wasp aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσφήκωσε — διασφηκόομαι to be made like a wasp aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)